Τρωίας

Τρωίας
Τρωίᾱς , Τροία
Troy
fem acc pl (doric)
Τρωίᾱς , Τροία
Troy
fem gen sg (attic doric aeolic)
Τρωίᾱς , Τρώιος
of Tros
fem acc pl
Τρωίᾱς , Τρώιος
of Tros
fem gen sg (attic doric aeolic)
Τρωΐᾱς , Τρωιός
fem acc pl
Τρωΐᾱς , Τρωιός
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Τρωιάς — ἡ, Α βλ. Τρωάς …   Dictionary of Greek

  • Τρωιάς — Τρωιά̱ς , Τρωιός fem acc pl Τρῳάς fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τρωάς — Αρχαία χώρα, ΒΔ της Μικράς Ασίας, στην περιοχή της Τροίας. Με το όνομα Τ. αναφέρονται και δύο ιστορικά πρόσωπα: η κόρη του βασιλιά των Μολοσσών Νεοπτόλεμου, αδελφή της Ολυμπιάδας, μητέρας του Μεγάλου Αλέξανδρου, και η κόρη του βασιλιά των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”